στρογγυλοφέγγαρος

στρογγυλοφέγγαρος
η , ο круглый как луна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στρογγυλοφέγγαρος" в других словарях:

  • στρογγυλοφέγγαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει σχήμα στρογγυλό σαν την πανσέληνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + φεγγάρι] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοφέγγαρος — η, ο στρογγυλός σαν φεγγάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»